- υπερκενώ
- -όω, Α [κενῶ]1. (σχετικά με τον εντερικό σωλήνα) καθαρίζω εντελώς με κένωση2. (κυρίως παθ.) ὑπερκενοῡμαι, -όομαιαπαλλάσσομαι τελείως από τα περιττώματα με κένωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερκένωσις — ώσεως, ἡ, Α [ὑπερκενῶ] ιατρ. υπέρμετρη κένωση … Dictionary of Greek